- σιλουέτα
- και, παλαιότ. τ., σιλουέττα, η, Ν1. (καλ. τέχν.) η απεικόνιση προσώπου ή πράγματος μόνο με το περίγραμμα2. οι γραμμές τού ανθρώπινου σώματος («δείχνει ιδιαίτερη φροντίδα για τη σιλουέτα της»)3. λεπτό και κομψό ανθρώπινο σώμα («στο βάθος διακρινόταν μια όμορφη σιλουέτα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. silhouette, από το επώνυμο τού Etienne de Silhouette, που είχε διακοσμήσει τους τοίχους τού σπιτιού του με περιγράμματα μορφών].
Dictionary of Greek. 2013.